- εισοδηματίας
- οαυτός που εισπράττει εισοδήματα, που αποζεί από τα εισοδήματά του και όχι από την προσωπική του εργασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εισοδηματίας — ο αυτός που έχει πολλά εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rentier). Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος] … Dictionary of Greek
ραντιέρης — και ρεντιέρης, ο, Ν εισοδηματίας, αυτός που το εισόδημά του προέρχεται από έγγεια πρόσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rentier «εισοδηματίας»] … Dictionary of Greek